τσυλίκι

τσυλίκι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τσυλίκι" в других словарях:

  • τσυλίκι — το, Ν βλ. τσελίκι …   Dictionary of Greek

  • τσελίκι — (I) και ξυλίκι, το, και τσίλικα, η, Ν παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μια μικρή ράβδο με την οποία πρέπει το παιδί να χτυπήσει και να σηκώσει ψηλά ένα μικρό επίμηκες πελεκητό ξύλο τοποθετημένο σε κοίλωμα τού εδάφους ή σε πέτρα έτσι ώστε να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»